- ξε(γ)νοιασιά
- η , ξέ(γ)νοιασμα τό1) беззаботность, беспечность; 2) успокоенность, успокоение (после забот, волнений)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξε(γ)νοιασιά — η αφροντισιά, έλλειψη φροντίδων, αδιαφορία. ξενοιασιά η ξενοιασιά, η και ξεγνοιασιά, η αφροντισιά, αμεριμνησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)